οιοχίτων

οιοχίτων
(I)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο-χίτων)].
————————
(II)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + χιτών (πρβλ. οινο-χίτων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἰοχίτων — with only a tunic on masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοχίτων' — οἰοχίτωνα , οἰοχίτων with only a tunic on masc/fem acc sg οἰοχίτωνι , οἰοχίτων with only a tunic on masc/fem dat sg οἰοχίτωνε , οἰοχίτων with only a tunic on masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοχίτωνα — οἰοχίτων with only a tunic on masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰοχίτωνες — οἰοχίτων with only a tunic on masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”