- οιοχίτων
- (I)οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο-χίτων)].————————(II)οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + χιτών (πρβλ. οινο-χίτων)].
Dictionary of Greek. 2013.